ἰσχνῇ

ἰσχνῇ
ἰσχνός
dry
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἰσχνή — ἰσχνός dry fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχνός — ή, ό επίρρ. ά 1. λεπτός, αδύνατος, άπαχος: Ισχνό ζώο. – Ισχνός άνθρωπος. 2. άτονος, σιγανός: Ισχνή φωνή. 3. άγονος: Ισχνή γη. 4. πενιχρός, φτωχός: Ισχνό βαλάντιο. – Ισχνά οικονομικά μέσα. – Ισχνός μισθός. 5. απλός, λιτός: Ισχνό ύφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… …   Dictionary of Greek

  • ζούφιος — και ζούφος, ια, ιο και ζουφός, ή, ό και ζοφός, ή, ό 1. ισχνός, ατροφικός, αμέστωτος 2. (για καρπό) κούφιος, αυτός που η ψίχα του είναι κούφια, ισχνή, ατροφική («ζούφια καρύδια») 3. μτφ. για πρόσ. ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. μσν. ζοφός < αρχ. σομφός… …   Dictionary of Greek

  • ισχνογάστωρ — ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α) (για άλογο) αυτός που έχει ισχνή τη γαστέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ γάστωρ, μεγαλο γάστωρ] …   Dictionary of Greek

  • καλαμοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια λεπτά σαν καλάμια, ο λεπτός και ισχνός 2. το ουδ. ως ουσ. το καλαμοπόδαρο κνήμη λεπτή και ισχνή σαν καλάμι …   Dictionary of Greek

  • λυπρόγεως — λυπρόγεως, ων, ουδ. και λυπρόγαιον (AM) 1. αυτός που έχει ισχνή, φτωχή, άγονη γη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπρόγεων ή τὸ λυπρόγαιον η ξηρότητα τής γης, η αγονία («λυπρογέῳ νησιδίῳ», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + γεως (< γῆ), πρβλ. λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • λυπρόχωρος — λυπρόχωρος, ον (Α) λυπρόγεως*, αυτός που έχει ισχνή γη, άφορη περιοχή («λυπρόχωροι πόλεις», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + χωρος (< χώρα), πρβλ. ευρύ χωρος, στενό χωρος] …   Dictionary of Greek

  • μικρόφωνος — η, ο (Α μικρόφωνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόφωνο τεχνολ. συσκευή που μετατρέπει την ηχητική ενέργεια σε ηλεκτρική και αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο τών σύγχρονων συστημάτων εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”